Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.

Μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις ήταν η χειμερινή περιοδεία της παράστασης-συναυλίας «Κοινή Ησυχία» σε κείμενα Οδυσσέα Ιωάννου και σκηνοθεσία Ελένης Ράντου. Η συγκεκριμένη παράσταση με απόλυτο πρωταγωνιστή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου αποτέλεσε ένα μουσικό θέαμα υψηλών προδιαγραφών. Η ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του Αριστοτέλειου απέδειξε πως το κοινό δίψα τόσο για θέατρο όσο και για μουσική. Πόσω μάλλον όταν αυτά τα δύο είδη παντρεύονται μεταξύ τους…

Στα θετικά (+) στοιχεία θα εντάσσαμε αρχικά την σκηνοθεσία της παράστασης. Το δίπολο πάνω στο οποίο βασίστηκε, δηλαδή της θεατρικής και ταυτόχρονα της συναυλιακής ατμόσφαιρας αποτέλεσε ένα έξυπνο εύρημα το οποίο παρουσίασε ένα πρωτότυπο θέαμα. Επί της ουσίας υπήρχαν δύο βασικά επίπεδα, με το πρώτο επίπεδο να αποτελεί μία σταδιακά εξελισσόμενη ιστορία και το δεύτερο επίπεδο, της μουσικής να λειτουργεί ενισχυτικά στην όλη η αφήγηση. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι το κείμενο της παράστασης πραγματεύεται την σχέση ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, το οποίο γνωρίζεται στη συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Η δεύτερη σκηνή μας παρουσιάζει το ζευγάρι μετά την πάροδο κάποιων ετών να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της καθημερινότητας με ένα κομβικό βράδυ για τη σχέση τους να φέρνει μία μεγάλη σύμπτωση: στο ακριβώς απέναντι μαγαζί από το σπίτι τους «έδινε» και πάλι συναυλία ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Το κείμενο της παράστασης αποτέλεσε μία αφήγηση με πολλά σημεία μονολόγων, από το οποίο δεν έλειψαν όμως και οι διάλογοι (σε περιορισμένες βέβαια δόσεις). Το κείμενο ακροβατεί ανάμεσα σε χιούμορ και συγκίνηση με το βασικό χαρακτηριστικό του να είναι ο προβληματισμός μέσα από διάφορες ρήσεις και σύντομες αφηγήσεις. Το πιο σπουδαίο σημείο είναι ότι αποτέλεσε ένα κείμενο βουτηγμένο στην πραγματικότητα, που ψάχνει απεγνωσμένα ανάσες ονείρου. Ο Οδυσσέας Ιωάννου είναι ένας στιχουργός με μεγάλη ιστορία, ο οποίος απέδειξε πώς μπορεί να δημιουργήσει μία μεστή ιστορία με πολλαπλά νοήματα και όμορφες εναλλαγές. Ένα σημείο που μας άρεσε ιδιαίτερα ήταν η αλληλεπίδραση του αφηγητή με τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, αλλά και με την ορχήστρα σε αρκετά σημεία της παράστασης.

Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την εξαίρετη συνοδεία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και της ορχήστρας του. Το κείμενο ήταν δομημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε σε τακτά χρονικά διαστήματα να διακόπτεται η ροή της αφήγησης και να συνδέεται με κάποιο από τα κομμάτια της τεράστιας δισκογραφίας του. Ήταν ένα έξυπνο εύρημα τόσο για να προσφέρει μία ανάπαυλα στην αφήγηση, όσο και για να παρουσιάσει με έναν εύληπτο τρόπο τη μουσική του Παπακωνστανίνου, ώστε να δημιουργείται συνεχώς το εξής ερώτημα: η παράσταση διαμορφώθηκε για να προβληθεί η μουσική ή η μουσική επιλέχθηκε για να πλαισιώσει όσο το δυνατόν πιο άρτια την παράσταση;
Η ορχήστρα (Ανδρέας Αποστόλου: πιάνο-ενορχηστρώσεις, Μαίρη Μπρόζη: βιολί-τραγούδι, Βαγγέλης Πατεράκης: μπάσο, Στέφανος Δημητρίου: κρουστά, Γιάννης Αυγέρης: κιθάρες)είχε δημιουργήσει πολύ ωραίες διασκευές σε τραγούδια τα οποία απέκτησαν μία πιο συναισθηματική χροιά, κουμπώνοντας απόλυτα στο ύφος του κειμένου. Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται στην τραγουδίστρια Μαίρη Μπρόζη, η οποία με τη βελούδινη φωνή της κατάφερε να σταθεί επάξια δίπλα στον Παπακωνσταντίνου και να εντυπωσιάσει. Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον τραγουδιστή πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε από την τόσο καλά διατηρημένη φωνή του, όσο και από το κέφι και την όρεξη που είχε καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Φάνηκε να πιστεύει πολύ στο εγχείρημα και να το στηρίζει σε κάθε του σημείο.

Η παράσταση ήταν εξαιρετικά δουλεμένη και ως προς τα υπόλοιπα σημεία της με εντυπωσιακούς φωτισμούς, οι οποίοι μάλιστα σε κάποιο σημείο απουσίασαν μέσα από ένα σκηνοθετικό εύρημα που έσπασε τα όρια ανάμεσα σε σκηνή και θεατές. Εξίσου όμορφο ήταν το σκηνικό της Μαγιού Τρικεριώτη, το οποίο διαμορφώθηκε πάνω στα δύο κρίσιμα επίπεδα με το το μπροστινό σημείο να καταλαμβάνεται από τους μουσικούς και το πίσω υπερυψωμένο σημείο από τους ηθοποιούς, θυμίζοντας το σαλόνι ενός σπιτιού.
.
Η παράσταση παρά τη μεγάλη της διάρκεια κατάφερε να μην κουράσει, αλλά αντίθετα να αποτελέσει ένα σφιχτό και μεστό αποτέλεσμα.
.
Ως προς τους δύο πρωταγωνιστές, οι ίδιοι αποτέλεσαν ένα δεμένο ζευγάρι με καλοδουλεμένες εναλλαγές. Η Σοφία Πανάγου κατάφερε να φέρει σε πέρας έναν ρόλο με αρκετούς υπαινιγμούς, που κουβαλούσε το βάρος της συνείδησης και την δύναμη του ονείρου. Από την άλλη, ο Νίκος Βατικιώτης έφερε τον ρόλο ενός προσώπου παραδομένου στην πραγματικότητα, που χρειαζόταν κάποιο μεγάλο ταρακούνημα για να επανέλθει στα «θέλω» του. Ισορροπημένες ερμηνείες, χωρίς υπερβολές και ανούσια ξεσπάσματα.

Κάποιες παρατηρήσεις (–) θα μπορούσαν να γίνουν ειδικότερα ως προς τη σκηνοθεσία και το κείμενο, οι οποίες αν είχαν προσεχθεί θα έδιναν ένα άρτιο σε κάθε σημείο το αποτέλεσμα. Το πιο βασικό σημείο αφορά στο γεγονός, πως παρότι το συγκεκριμένο θέαμα τιτλοφορήθηκε ως παράσταση, περισσότερο προς προσιδίαζε σε μία συναυλία. Συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος οι μεταβάσεις φάνηκαν να γίνονται με έναν πιο επιτυχημένο τρόπο με τα δύο σημεία να παρουσιάζονται ισομερώς. Αντίθετα στο δεύτερο μέρος της παράστασης φάνηκε η ιστορία να υποχωρεί κατά πολύ δίνοντας την σκυτάλη στη μουσική του Παπακωνσταντίνου. Μία χρονική επιμήκυνση του θεατρικού μέρους θα έδινε μεγαλύτερο παλμό στην παράσταση ενώ παράλληλα θα εμβάθυνε περισσότερο στους χαρακτήρες. Αυτό θα μπορούσε να έχει ενισχυθεί και από το ίδιο το κείμενο, το οποίο θα μπορούσε να παρουσιάσει μία σταδιακή μετάβαση προς την πτώση του ζευγαριού μέσα από περισσότερα σημεία διαλόγου.

Συνολικά, η παράσταση αποτέλεσε ένα εντυπωσιακό θέαμα το οποίο κατάφερε να ενώσει τον θεατρικό με τον μουσικό χώρο. Οι προσεγμένες και θετικές σκηνοθετικές όψεις και το καλοδουλεμένο κείμενο αποτέλεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η παράσταση. Φυσικά η μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου ενίσχυσε και αναβάθμισε το συνολικό αποτέλεσμα με την ίδια αρχικά να λειτουργεί επικουρικά στο θεατρικό έργο, ενώ έπειτα να αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Φωτογραφικό υλικό